ξεσβέρκιασμα

ξεσβέρκιασμα
ξεσβέρκιασμα, το και ξεσβέρκωμα, το, -ατος
ο πόνος του σβέρκου από κούραση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεσβέρκιασμα — το βλ. ξεσβέρκωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεσβέρκωμα — και ξεσβέρκιασμα, το [ξεσβερκώνομαι / ξεσβερκιάζομαι] 1. πόνος τών μυών τού τραχήλου από υπερβολική κούραση 2. εξάρθρωση τού λαιμού, τού σβέρκου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”